- σιδηροβανάδιο
- το, Ν(μεταλργ.) κράμα σιδήρου και βαναδίου που χρησιμοποιείται για την εισαγωγή βαναδίου σε χάλυβες ειδικής χρήσης.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ferro-vanadium].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.